- ταγματικός
- -ή, -όν, Α [τάγμα, -ατος]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τάγμα2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ταγματικόςλεγεωνάριος3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ταγματικόντάγμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταγματικῶν — ταγματικός of fem gen pl ταγματικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγματικούς — ταγματικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταγματικάς — ταγματικά̱ς , ταγματικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)